- πολυτέκνους
- πολύτεκνοςbearing many childrenmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοπάδι — το (Μ κοπάδι[ν] Α κοπάδιον) νεοελλ. μσν. (για ζώα) πλήθος, αγέλη 2. ποίμνιο («οι λύκοι ρήμαξαν τα κοπάδια») νεοελλ. 1. ασύντακτο, άτακτο πλήθος ανθρώπων, συρφετός, μπουλούκι 2. φρ. «έχει ένα κοπάδι παιδιά» λέγεται για πολυτέκνους αρχ. τεμάχιο,… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Κυθήρων, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδας με έδρα τη Χώρα Κυθήρων. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 30 ενοριακοί ναοί. Στην περιφέρειά της λειτουργεί το ανδρικό μοναστήρι του Οσίου Θεοδώρου. Στον τομέα της πνευματικής διακονίας λειτουργούν υπηρεσίες… … Dictionary of Greek